- μύλος
- ο1. μηχάνημα που αλέθει το σιτάρι, τον καφέ κτλ.2. το κτίριο όπου είναι εγκαταστημένα τα αλεστικά μηχανήματα.3. μτφ., τα δόντια και το στομάχι: Αλέθει ο μύλος του (χωνεύει καλά την τροφή του). – Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει (για γερό στομάχι).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.